- κλινοχαρης
- κλινοχαρήςκλῑνο-χᾰρής2любящий нежиться в кровати Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κλινοχαρής — κλινοχαρής, ές (Α) αυτός που ευχαριστείται με την κλίνη, με το να είναι συνεχώς ξαπλωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, πολεμο χαρής] … Dictionary of Greek
κλινοχαρής — fond of bed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)